στραβοτιμονιά — η, Ν 1. κακός χειρισμός τού τιμονιού 2. κακός χειρισμός μιας υπόθεσης 3. μτφ. παράπτωμα, παρεκτροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + τιμονιά] … Dictionary of Greek
παρατιμονιά — η 1. διάπραξη λάθους στον χειρισμό τού τιμονιού, στραβοτιμονιά 2. μτφ. εσφαλμένη ή αξιοκατάκριτη πράξη, λανθασμένη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τιμόνι + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
παροιάκιση — η ναυτ. η εκτροπή τού πλοίου από την καθορισμένη πλεύση του από απροσεξία ή κακό χειρισμό τού τιμονιού, τού οίακα, στραβοτιμονιά, παρατιμονιά, στραβοτιμόνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροιακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. παροιάκισις, μαρτυρείται από το 1887… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
παρατιμονιά — η 1. λάθος χειρισμός του τιμονιού, στραβοτιμονιά: Με μια παρατιμονιά το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο. 2. μτφ., κακή, άστοχη ενέργεια, απρόσεχτος χειρισμός υπόθεσης: Πρόσεχε, γιατί μια παρατιμονιά στο εμπόριο πληρώνεται με καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)